χρυσίτιδα

χρυσίτιδα
[-ιτις (-ιδος)] η
1) золотоносный песок; золотая руда; 2) пробный камень

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χρυσίτιδα" в других словарях:

  • χρυσίτιδα — η / χρυσῑτις, ίτιδος, ΝΑ ως ουσ. 1. γη που περιέχει μεταλλεύματα χρυσού, χρυσοφόρο κοίτασμα 2. λυδία λίθος αρχ. 1. ως επίθ. α) αυτή που περιέχει χρυσό («χρυσῑτιν ἄμμον», Στράβ.) β) όμοια με χρυσό 2. ως ουσ. α) το φυτό χρυσοκόμη β) το φυτό αείζωο …   Dictionary of Greek

  • χρυσίτιδα — χρυσί̱τιδα , χρυσίτης like gold fem acc sg χρυσί̱τιδα , χρυσῖτις like gold fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσίτις — ίτιδος, ἡ, Α βλ. χρυσίτιδα …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»